Μαντινάδες για την κορύφωση του Θείου Δράματος
ΔΥΟ ΜΑΝΕΣ
Του Νίκου Φλεμετάκη
Δυο Μάνες ανεβαίνουνε,
στου Γολγοθά τα μέρη
κι ο πόνος ο ανείπωτος,
κοντά θε να τις φέρει.
Η μια πηγαίνει στο Σταυρό
κι άλλη στη κρεμάλα
διάφορους δρόμους πήρανε
τη Μεγαλοβδομάδα.
Είναι η Μάνα του Χριστού
το γιό της πούχει χάσει
και κλαίει απαρηγόρητα
και πώς να σιωπάσει
Η άλλη του Ιούδα η Μάνα
το γιό της έχει χάσει
πώς να μην κλαίει η άμοιρη
και πως να μη ξεσπάσει
Μόνο εκείνος που πονεί,
και μοιρολόγια λέει
μοιάζει της Μάνας πουχασε
το σπλάχνο της και κλαίει
Η Μια τον είδε στο Σταυρό,
να είναι Σταυρωμένος
Κι άλλη στ΄ αψηλό δεντρί,
να είναι κρεμασμένος.
Κι δυο μανάδες ήτανε
κι ίδιο καημό περνούσαν
αφου στο κόσμο έχασαν
το γιό που αγαπούσαν
Κι όπως το ψάρι στη στεριά,
που ξέρει ο καθένας
έτσι εσπάραζ' η ψυχή
μιας Μάνας Μιας Παρθένας..
Η Παναγιά κατέβαινε,
παρέα με τη ζάλη
μα στάθηκε σαν άκουσε,
το ίδιο κλάμα απ' άλλη.
Εστάθηκε κι ερώτηξε,
άλλη ποια μάνα κλαίει;
κάποιος της αποκρίθηκε ,
και με φωνή της λέει
Σκοτώνεται και σέρνεται,
για το μοναχογιό της
του Γιούδα η Μάνα ,
που ητανε το καταφύγιό της
Στο δέντρο εκρεμάστηκε,
πολύ μετανιωμένος
γιατί Χριστόν επρόδωκε,
από οχθρούς βαλμένος
Του Γιούδα η Μάνα έκλαιγε,
μα σαν ροή στροβίλου
άκουσε μες το κλάμα της,
«Σήμερα Κρεμάται επί Ξύλου»
Ο λοϊσμός της σάλεψε ,
δεν βλέπει πού να πάει
και ξαφνικά στο δρόμο της
μια Νέα συναντάει.
Είμαι η Μάνα του Χριστού
κι εσύ Ιούδα η μάνα
και δυό μανάδες είμαστε,
τον ίδιο πόνο ζούμε,
Έλα μες στην αγκάλη μου ,
να παρηγορηθούμε
και σαν μανάδες και οι δυο,
να σφιγγαλιαστούμε
Γινήκανε μια αγκαλιά
και πάψανε το κλάμα
για μια στιγμή σιωπήσανε
για το δικό τους δράμα.
Η Μάνα είναι σιωπηλή
εις τη μεγάλη οδύνη
έτσι παλεύει τη ζωή ,
έτσι κουράγιο δίνει
Αγάπη και συγχώρεση,
η Μάνα πάντα σπέρνει
δεν τηνε νοιάζει στη σπορά,
ποιός άνεμος τη δέρνει….