Τον νέο μηχανισμό καθορισμού του κατώτατου μισθού από το 2028 παρουσίασε σε συνέντευξη Τύπου, που παραχώρησε σήμερα 31 Οκτωβρίου 2024, η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως.
Στην παρουσίαση συμμετείχε και ο Γενικός Γραμματέας Εργασιακών Σχέσεων, Νίκος Μηλαπίδης.
«Βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης», είπε η κ. Κεραμέως, «είναι η ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων και η αύξηση της αγοραστικής τους δύναμης, συνδέοντας το ύψος των μισθών με τον πληθωρισμό και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει δεσμευτεί για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ έως το 2027, ποσό που μεταφράζεται σε συνολική αύξηση 46,2% από το 2019, με παράλληλη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2027. Στην κατεύθυνση αυτή, ενσωματώνοντας την ευρωπαϊκή οδηγία 2022/2041, προτείνουμε έναν τρόπο υπολογισμού, βασισμένο σε διαφανή και αντικειμενικά κριτήρια, που ωφελεί και διασφαλίζει τους εργαζόμενους».
Από το 2028, ο κατώτατος μισθός προτείνεται να καθορίζεται, μέσω ενός μαθηματικού τύπου, ο οποίος θα λαμβάνει υπ' όψιν του τον πληθωρισμό, ιδιαίτερα για τα νοικοκυριά στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κλίμακας, καθώς και την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας, με βάση αντικειμενικούς δείκτες, που θα δημιουργήσει η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).
Όπως αναφέρθηκε, το νέο σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού προσφέρει τέσσερις ουσιαστικές καινοτομίες, οι οποίες ενισχύουν τη διαφάνεια, την αντικειμενικότητα και την προστασία των εργαζομένων:
– Ασφάλεια. Προβλέπεται ότι ο κατώτατος μισθός δεν μπορεί να μειωθεί.
– Σύνδεση με την οικονομία. Το ύψος του κατώτατου μισθού συνδέεται με πραγματικά οικονομικά μεγέθη, δηλαδή τον πληθωρισμό και την παραγωγικότητα.
– Διαφάνεια και αξιοπιστία. Το ύψος του κατώτατου μισθού βασίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη στο σύστημα.
– Κάλυψη και των δημοσίων υπαλλήλων. Για πρώτη φορά, προβλέπεται η προστασία του κατώτατου μισθού και στους εργαζόμενους στο Δημόσιο.
Το πόρισμα της Επιστημονικής Επιτροπής, που συστάθηκε για τον τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού, αποτέλεσε αντικείμενο διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους και την ΕΛΣΤΑΤ, ενώ αναμένονται και οι τελικές προτάσεις τους επί του ζητήματος.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων στη διαδικασία είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Δημιουργείται Επιτροπή Διαβούλευσης με τη συμμετοχή όλων των εθνικών κοινωνικών εταίρων και της ΑΔΕΔΥ.
Η Επιτροπή αυτή θα διατυπώνει γνώμη με θεσμικό και ενιαίο τρόπο κατά τη μεταβατική διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού, όπως επίσης και σε περίπτωση που στοιχειοθετείται από την Επιστημονική Επιτροπή παρέκκλιση από τον αυτόματο μηχανισμό αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού, σε περίπτωση π.χ. μεγάλων οικονομικών αναταράξεων. Επισημαίνεται ότι και σε αυτή την περίπτωση το ύψος του κατώτατου μισθού δεν θα μπορεί να μειωθεί.
Ως προς την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, προβλέπεται η εκπόνηση σχεδίου δράσης εντός ενός έτους από την ψήφιση του νόμου, με σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα, κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους.
Στόχος είναι η ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η αύξηση της αποτελεσματικότητάς τους, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η κατάρτιση του σχεδίου δράσης θα βασιστεί σε ουσιαστική και εκτενή διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους.
Συνοψίζοντας η κ. Κεραμέως επανέλαβε ότι το νέο σύστημα προσφέρει προβλεψιμότητα και σταθερότητα στην αγορά εργασίας.
Συγκεκριμένα, προσφέρει:
– Αντικειμενικότητα, διαφάνεια και εύκολη κατανόηση.
– Σύνδεση με τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα της χώρας.
– Αναβάθμιση του ρόλου των κοινωνικών εταίρων στη διαδικασία, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις προβλημάτων της οικονομίας.
– Προβλεψιμότητα ως προς τη μελλοντική πορεία του κατώτατου μισθού και μείωση της αβεβαιότητας εργαζομένων και εργοδοτών.
– Στήριξη του οικογενειακού προγραμματισμού των εργαζομένων, καθώς και της λειτουργίας των επιχειρήσεων και των επενδύσεων.
Επιπλέον, η υπουργός Εργασίας υπογράμμισε ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού συνοδεύεται από μείωση του κόστους για τις επιχειρήσεις, μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών.
Όπως υπενθύμισε, οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν ήδη μειωθεί κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ προγραμματίζεται μείωση μίας ποσοστιαίας μονάδας το 2025, διπλάσια από την αρχική πρόβλεψη. Έτσι, συνολικά, οι ασφαλιστικές εισφορές θα μειωθούν κατά 5,4 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2025 και σχεδόν κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2027, με αποτέλεσμα να δοθούν κίνητρα για επενδύσεις και προσλήψεις.