Xριστουγεννιάτικη Εγκύκλιος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης και του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ  ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ 

ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΡΗΤΗΣ

 

  

Ἀριθ. Πρωτ. 4549

Ἀριθ. Διεκπ. 943   Φ.11,16                      ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2025

 

Πρός

Τόν Ἱερό Κλῆρο, τίς Μοναχικές Ἀδελφότητες

καί τόν εὐσεβῆ λαό τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης.

 

«Ὅτε ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ,

…κατὰ τὸν Αὐτοῦ ἔλεον ἔσωσεν ἡμᾶς διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας καὶ ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου, οὗ ἐξέχεεν ἐφ᾿ ἡμᾶς πλουσίως διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, ἵνα δικαιωθέντες τῇ Ἐκείνου χάριτι κληρονόμοι γενώμεθα κατ᾿ ἐλπίδα ζωῆς αἰωνίου». (Τίτ. 3, 4-7).

Αὐτό ἔγραφε στήν Ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος στόν ἀγαπημένο μαθητή καί συνοδοιπόρο του, τόν Πρωτεπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης Τίτο. «Ὅταν ἐμφανίσθηκε ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Σωτῆρος μας Θεοῦ, μᾶς ἔσωσε, … σύμφωνα μὲ τὸ δικό Του ἔλεος,  διὰ τοῦ λουτροῦ τῆς ἀναγεννήσεως καὶ τῆς ἀνακαινίσεως ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον ἐξέχεε σ’ ἐμᾶς πλούσια, διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρός μας, ὥστε, δικαιωμένοι μὲ τὴν Χάριν ἐκείνου νὰ γίνωμε, σύμφωνα  μὲ τὴν ἐλπίδα μας, κληρονόμοι τῆς αἰωνίου ζωῆς». Ἑξήντα χρόνια ἀπό τήν ἐπανακομιδή τῆς Τιμίας Κάρας τοῦ Ἀποστόλου μας στόν τόπο μας συμπληρώνονται κατά τό προσεχές ἔτος καί γι’ αὐτό κρίναμε σκόπιμο νά προτάξομε στήν Χριστουγεννιάτικη Ἐγκύκλιό μας τούς παραπάνω στίχους, πού συμπυκνώνουν σέ λίγες λέξεις τό νόημα τῆς Ἑορτῆς.

Χριστούγεννα καί πάλι σήμερα, ἀγαπητά μου παιδιά, στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία, στό θεοδέγμον Σπήλαιό Της, ἀλλά καί στίς καρδιές ὅλων ἐμᾶς, πού ἐντός Της ζοῦμε τό θαῦμα τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, τή δυνατότητα καί τή χαρμόσυνη ἐλπίδα νά γίνομε κληρονόμοι τῆς αἰώνιας ζωῆς.

«Χριστός γεννᾶται» καί ἀνατέλλει γιά τόν κόσμο «τό φῶς τό τῆς γνώσεως».  «Ὁ Χριστός, ὁ Θεός», ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς σέ λόγο του γιά τά Χριστούγεννα «γεννήθηκε στή γῆ ὡς ἄνθρωπος. Γιά νά μᾶς ἐξηγήσει μέ τή Γέννησή Του τή γέννησή μας. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός. Ἀπό τή Γέννηση τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ στή γῆ, ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεότητας, ὅλος ὁ Θεός βρίσκεται σωματικά παρών στόν δικό μας ἀνθρώπινο κόσμο, γιά νά γεμίσομε ἐμεῖς μέ αὐτό τό πλήρωμα τῆς Θεότητας καί μέ αὐτόν τόν τρόπο νά πραγματοποιήσομε τόν σκοπὸ πού ὁ Ἴδιος ὁ Θεός ἔθεσε γιά τό ἀνθρώπινο εἶναι μας, γιά τήν ἀνθρώπινη ζωή μας, γιά τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξή μας». Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν ἐπιλογή νά ἐπιστρέψει καί πάλι στήν πατρική οἰκία τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀπό ὅπου ἔφυγε μέ ὑπαιτιότητά του καί κατέληξε στήν ἀνελέητη μοναξιά καί ὀρφάνεια του.

Αὐτό λοιπόν πού γιορτάζομε, μᾶς δίδει ἐλπίδα καί δύναμη, γιά νά συνεχίζομε τόν καθημερινό μας ἀγώνα, διά τοῦ ὁποίου περνᾶμε ἀπό τόν φθαρτό καί περιορισμένο χρόνο στήν αἰωνιότητα. Ἡ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ δίνει ἀξία στόν χρόνο καί ὑπογραμμίζει, ὅτι τώρα πλέον εἶναι καιρός, κατά τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἑτοιμάζεται γιά τήν αἰωνιότητα, καί μάλιστα, ἀρχίζει νά τήν χαίρεται ἀπό τό παρόν, νά τήν προγεύεται ἀπό αὐτήν τή ζωή.

Ἔγραφε ὁ Φώτης Κόντογλου στό ἔργο του «Ἡ Γέννησις, τό Μέγα Μυστήριον» ὅτι εἶναι «…ὁλότελα ἀκατανόητο γιά τό πνεῦμα μας τό ὅτι κατέβηκε ὁ Θεός ἀνάμεσά μας σάν ἄνθρωπος συνηθισμένος καί μάλιστα σάν φτωχότερος ἀπό τούς φτωχούς. Αὐτή τή μακροθυμία μονάχα ἅγιες ψυχές εἶναι σέ θέση νά τή νοιώσουνε ἀληθινά καί νά κλάψουνε ἀπό κατάνυξη». Ἀκατανόητο ἀλλά ὅμως ἀληθινό πώς ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο Θεό. Πιστεύομε καί ὁμολογοῦμε, πώς ὁ Χριστός μας «δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν» προσέλαβε τή φύση μας. Καί ἑορτάζοντας «ἀεί Χριστούγεννα» μέσα στήν Ἐκκλησία μαθαίνομε, ὅτι ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου μας, μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά ἐργασθοῦμε ὅλοι μαζί καί καθένας προσωπικά, μέ τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά καί χαρίσματά του, ἀλλά καί μέ ὅσες δυνάμεις ἤ ἀδυναμίες διαθέτομε.

Γιά κάθε πιστό λοιπόν ὁ Χριστός ἔρχεται στό παρόν τοῦ κόσμου, ἀνάμεσά μας, γιά νά δώσει τή λύση στά δυσεπίλυτα προβλήματα τῆς κοινωνίας μας. Καί ζητᾶ νά Τοῦ προσφέρομε τήν ἐμπιστοσύνη μας, ὑπερβαίνοντας τούς σκοπέλους, τά ἐμπόδια καί τίς δυσκολίες, τά λάθη καί τά πάθη μας, πού ἐμποδίζουν τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς νά Τόν βρεῖ καί νά Τόν πιστεύσει μέ ὅλο του τό εἶναι.

Μᾶς ζητᾶ νά προασπίζουμε τίς ἀξίες τῆς δικαιοσύνης, τῆς συμφιλίωσης, τῆς ἑνότητας, τῆς ἐλευθερίας, τοῦ ἀλληλοσεβασμοῦ καί τῆς ὁμόνοιας, νά σεβόμαστε τό θεῖο δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου στή ζωή, ἀκυρώνοντας στήν πράξη τήν πολυθεΐα τῶν σύγχρονων εἰδώλων, τά ἐλλειμματικά κοσμοείδωλα καί αὐτείδωλα, τά μίση καί τήν ἐχθρότητα πού ταλαιπωροῦν τό ἦθος καί τόν πολιτισμό μας. Νά ἐργαζόμαστε γιά τό «ἐπί γῆς εἰρήνη», τήν πανανθρώπινη ἀξία τῆς εἰρήνης στόν ἀνειρήνευτο κόσμο μας, ὅλοι ἐμεῖς πού ταλανιζόμαστε ἀπό ἐσωτερικές μάχες καί ἔξωθεν πολέμους, ἀπό ταραχές τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἄλλων, ξεκινώντας ἀπό τήν αὐτοκριτική μας.

Ἀγαπητά μου παιδιά καί ἀδέλφια τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος δι’ ἡμᾶς Χριστοῦ,

Ἡ Ἁγία Ἑορτὴ  τῶν Χριστουγέννων προσκαλεῖ γιά ἄλλη μία φορά ὅλους ἐμᾶς νά ἀποδεχθοῦμε μέ πόθο καί χαρά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας καί νά βιώσομε στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας τήν ἀνερμήνευτη ἀγάπη Του. Ἄς πάρομε αὐτό τό μήνυμα τῆς Ἑορτῆς καί ἄς ἀντιπροσφέρομε στήν εὐεργεσία Του, ἁπλά καί ταπεινά, τήν ὁλόθερμη εὐγνωμοσύνη μας, τήν ὁλοκάρδια μετάνοιά μας καί τήν ἀποδοχή τῆς σωστικῆς Του κλήσεως.

Σᾶς εὔχομαι, νά διέλθετε τό Ἅγιο Δωδεκαήμερο μέ πνευματική εὐφροσύνη καί προσεύχομαι νά πρυτανεύσει ἡ χαρά καί ἡ εἰρήνη τῶν Χριστουγέννων στίς καρδιές μας, γιά νά χαιρόμαστε αἰώνια καί πραγματικά, καί στόν κόσμο ὁλόκληρο, γιά νά εἰρηνεύσει ἐπιτέλους.

Μέ πατρική ἀγάπη Σᾶς ἀσπάζομαι ἑόρτια καί παρακαλῶ τόν Ἐνανθρωπήσαντα Κύριο νά Σᾶς χαρίζει ἔτη πολλά, εὐφρόσυνα καί εὐλογημένα.

 

  Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος 

   † Ὁ Κρήτης Εὐγένιος

 

Ἀριθμ. Πρωτ. 977

 

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΟΙΣ

 

+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ –

ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΧΑΡΙΝ, ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ

ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι καί προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ,

 

Ἀξιωθέντες καί πάλιν νά φθάσωμεν τήν μεγάλην ἑορτήν τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, δοξολογοῦμεν τήν «ἄφραστον καί ἀκατά-ληπτον συγκατάβασιν» Αὐτοῦ, τοῦ Σωτῆρος τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων καί Λυτρωτοῦ ἁπάσης τῆς κτίσεως ἐκ τῆς φθορᾶς, ἀναβοῶντες μετά τῶν Ἀγγέλων «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»[1].

Ὁ Χριστός ἀπεκαλύφθη ὡς «Ἐμμανουήλ»[2], ὡς «Θεός μεθ᾿ ἡμῶν» καί «ὑπέρ ἡμῶν», ὡς Θεός πλησίον ἑνός ἑκάστου ἐξ ἡμῶν, ὡς «καί ἡμῶν αὐτῶν συγγενέ-στερος»[3]. Ὁ «ὁμοούσιος» τῷ Θεῷ Πατρί προαιώνιος Λόγος, καθώς ἐδογμάτισεν ἡ ἐν Νικαίᾳ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ 1700ή ἐπέτειος ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς ὁποίας ἐτιμήθη πρεπόντως ὑπό τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου κατά τό παριππεῦον ἔτος, «ὁμοι-οῦται τῷ ἰδίῳ ποιήματι», σαρκωθείς ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου, «ἵνα τούς ἀνθρώπους θεούς ἀποδείξῃ».

Τό Ἀπολυτίκιον τῶν Χριστουγέννων διακηρύσσει ὅτι ἡ Γέννησις τοῦ Χριστοῦ «ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τό φῶς τό τῆς γνώσεως», ἀπεκάλυψε τό «ὑπερβατικόν καί καθο-λικόν νόημα» τῆς ζωῆς καί τῆς ἱστορίας, τήν ἀλήθειαν, ὅτι μόνον ἡ χριστιανική πίστις δύναται νά ἱκανοποιήσῃ πλήρως τάς βαθυτέρας ἀναζητήσεις τοῦ νοός καί τήν δίψαν τῆς καρδίας, ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία» [4] εἰ μή ἐν Χριστῷ. Ἔκτο-τε, «ἡ γνῶσις», ἥτις «φυσιοῖ»[5], κρίνεται ἐκ τοῦ Κυριακοῦ «Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»[6].

Τό ὑπέρλογον γεγονός τῆς Ἐνσαρκώσεως βιοῦται καί ἐπαναλαμβάνεται πνευματικῶς εἰς τήν ζωήν τῶν πιστῶν, τῶν ἀγαπώντων τήν ἐπιφάνειαν τοῦ Σωτῆ-ρος Χριστοῦ. Ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, «Ὁ  τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐφάπαξ κατά σάρκα γεννηθείς,  ἀεί γεννᾶται θέλων κατά πνεῦμα διά φιλανθρωπίαν τοῖς θέλουσι»[7]. Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ὁ ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων, τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς κατά χάριν θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, δέν μᾶς στρέφει πρός ἕν γεγο-νός τοῦ παρελθόντος, ἀλλά μᾶς κατευθύνει πρός τήν «μέλλουσαν πόλιν»[8], πρός τήν αἰωνίαν Βασιλείαν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Εἰς ἕνα κόσμον, ὅπου ἠχοῦν αἱ πολεμικαί ἰαχαί καί ἡ κλαγγή τῶν ὅπλων, διασαλπίζεται τό ἀγγελικόν «ἐπί γῆς εἰρήνη», ἡ φωνή τοῦ Κυρίου μακαρίζει τούς «εἰρηνοποιούς» καί ἡ Ἁγία Ἐκκλησία Του δέεται εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν «ὑπέρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης» καί «ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου». Ἡ γνησία πίστις εἰς Θεόν ζῶντα ἐνδυναμώνει τόν ἀγῶνα διά τήν εἰρήνην καί τήν δικαιοσύνην, ἀκόμη καί ὅταν οὗτος εὑρίσκεται ἐνώπιον ἀνυπερβλήτων, κατ᾿ ἄνθρωπον, ἐμποδίων. Ὡς θεοκινήτως δηλοῦται εἰς τό Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τήν πρώτην δεκαετηρίδα τῆς ὁποίας θά ἑορτάσωμεν κατά τό ἐπερχό-μενον ἔτος, «τό λάδι τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος πρέπει νά χρησιμοποιεῖται γιά νά ἐπουλώνει πληγές καί ὄχι γιά νά ἀναζωπυρώνει τή φωτιά τῶν πολεμικῶν συρρά-ξεων»[9].

Τό Εὐαγγέλιον τῆς εἰρήνης ἀφορᾷ ἐξόχως εἰς ἡμᾶς τούς Χριστιανούς. Θεωροῦμεν ἀνεπίτρεπτον τήν ἀδιαφορίαν διά τήν διάσπασιν τῆς Χριστιανοσύνης, ἰδίως ὅταν αὕτη συνοδεύεται ἀπό φονταμενταλισμόν καί ρητήν ἀπόρριψιν τῶν διαχριστιανικῶν διαλόγων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τελικόν σκοπόν τήν ὑπέρβασιν τῆς διαι-ρέσεως καί τήν ἐπίτευξιν τῆς ἑνότητος. Τό χρέος τοῦ ἀγῶνος διά τήν χριστιανικήν ἑνότητα εἶναι ἀδιαπραγμάτευτον. Εἰς τήν νέαν γενεάν τῶν Χριστιανῶν ἀνήκει ἡ εὐθύνη τῆς συνεχίσεως τῶν προσπαθειῶν τῶν πρωτεργατῶν τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί τῆς δικαιώσεως τῶν ὁραμάτων καί τῶν μόχθων των.

Ἀνήκομεν εἰς τόν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἡ εἰρήνη ἡμῶν»[10] καί ἡ «πεπληρω-μένη χαρά» εἰς τήν ζωήν μας, ἡ «εὐδοκία», ἡ πηγάζουσα ἐκ τῆς βεβαιότητος ὅτι «ἦλθεν ἡ ἀλήθεια» καί «παρέδραμεν ἡ σκιά», ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ἰσχυροτέρα ἀπό τό μῖσος καί ἡ ζωή ἰσχυροτέρα ἀπό τόν θάνατον, ὅτι τό κακόν δέν ἔχει τόν τελευταῖον λόγον εἰς τήν ζωήν τοῦ κόσμου, τήν ὁποίαν κατευθύνει ὁ Χριστός, ὁ «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»[11]. Αὐτή ἡ πίστις πρέπει νά διαλάμπῃ καί νά ἀποκαλύπτεται εἰς τόν τρόπον μέ τόν ὁποῖον τιμῶμεν τά Χριστούγεννα καί τάς ἄλλας ἐκκλησιαστικάς ἑορτάς. Ὁ θεοτερπής ἑορτασμός ἐκ μέρους τῶν πιστῶν ὀφείλει νά μαρτυρῇ τήν μεταμορφωτικήν δύναμιν τῆς εἰς Χριστόν πίστεως διά τήν ζωήν μας, νά εἶναι καιρός εὐδοκίας καί πνευματικῆς εὐφροσύνης, βιώσεως ἐκείνης τῆς ἀνεκλαλήτου «μεγάλης χαρᾶς»[12], ἡ ὁποία εἶναι «συνώνυμος τοῦ Εὐαγγελίου».

 

Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἀδελφοί καί ἀγαπητά τέκνα,

Κατά τό ἔτος 2026, ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία τιμᾷ τήν συμπλή-ρωσιν 1400 ἐτῶν ἀπό τῆς 7ης Αὐγούστου 626, ὅτε ἐψάλη «ὀρθοστάδην» ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, κατά τήν Ἱεράν Ἀγρυπνίαν ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ τῆς Παναγίας Βλαχερνῶν, εἰς ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης πρός τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, διά τήν διάσωσιν τῆς Πόλεως ἐκ τῆς ἐπιδρομῆς ἐχθρῶν δυσμενῶν. Ἐπί τῇ ἱστορικῇ ταύτῃ ἐπετείῳ, ἡ Ἐπετηρίς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ ἔτους 2026 ἀφιεροῦται εἰς τήν ἀνά-μνησιν τοῦ σημαντικοῦ τούτου γεγονότος διά τήν Παράδοσιν καί τήν ταυτότητά μας, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἀδιασπάστως καί βαθέως συνυφασμέναι μέ τήν τιμήν πρός τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καί Ὑπέρμαχον Στρα-τηγόν τοῦ Γένους.

Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, κλίνοντες τό γόνυ ἐνώπιον τῆς Βρεφοκρατούσης Μαριάμ καί προσκυνοῦντες τόν τήν ἡμετέραν μορφήν ἀναλαβόντα Θεόν Λόγον, εὐχόμεθα εἰς πάντας ὑμᾶς εὐλογημένον τό Ἅγιον Δωδεκαήμερον, καλλίκαρπον δέ ἐν ἔργοις ἀγαθοῖς καί πλήρη θείων δωρημάτων τόν νέον ἐνιαυτόν τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου, ᾯ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις, νῦν καί ἀεί καί εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν!

 

Χριστούγεννα 2025

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως

διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν

Ἀναγνωσθήτω ἐπ᾿ ἐκκλησίας κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, μετά τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον.

[1] Λουκ. β’, 14.

[2] Ματθ. α’, 23.

[3] Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ΣΤ’, PG 150, 660.

[4] Πράξ. δ’, 12.

[5] Πρβλ. Α’ Κορ. η’, 1.

[6] Ἰωάν, η’, 32.

[7] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί οἰκονομικά, Ι, η’, PG 90, 1181.

[8] Ἑβρ. ιγ’, 14.

[9] Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν Ὀρθόδοξο λαό καί κάθε ἄνθρωπο καλῆς θελήσεως, § 4.

[10] Ἐφεσ. β’, 14.

[11] Ἑβρ. ιγ’, 8.

[12] Πρβλ. Λουκ. β΄, 10.

Κρήτη - ΡΟΗ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ