Ελένη Μανιωράκη-Ζωιδάκη: Απόκριες σήμερα και τότε

Petite Perle 300×250

«Τσι  μεγάλες αποκρές κουζουλαίνονται κι οι  γρες,
έτσι λέει η παροιμία, λογική δεν μένει μία

Άρθρο της ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΙΩΡΑΚΗ-ΖΩΙΔΑΚΗ

Κι όχι μόνο οι γρες, μα και τα μωροκόπελα κι οι σοβαροί άντρες και οι  χαμηλοβλεπούσες κοπελιές, όλοι φορούσαν το σκουφί του κουζουλού.

  Οι χαρούμενες βέβαια αυτές  Διονυσιακές γιορτές που ωθούσαν τους ανθρώπους στη λατρεία της φύσης και λύτρωναν τις ανθρώπινες ψυχές από τα σκοτάδια της αμαρτίας και αμάθειας καταργήθηκαν πριν 2000 χρόνια από θρησκευτικές  δοξασίες  κατά τις οποίες το γέλιο κι η χαρά ήταν έργα του διαβόλου.

 Και τώρα άλλος εγκληματίας πάλι ξενόφερτος με  άδεια και  προώθηση εκ των ένδω, δια πλαγίας οδού, πάλι καταργεί, πάλι απαγορεύει , πάλι δαιμονοποιεί  τις δικές μας απόκριες.

    Οι αποκριές και κάθε τι που έχει ελληνικές ρίζες καταργείται.  

Θρήνησε Διόνυσε , παρήγγειλε  στις ένθεες  Βάκχες σου και  στις έξαλλες Μαινάδες , να φρίξουν να λυσσάξουν να ξορκίσουν το κακό που βρήκε την ανθρωπότητα. Διέταξε  τους ερωτικούς Σάτυρους και τους   δαίμονες των ρεόντων υδάτων τους κενταυρόμορφους  Σειληνούς  να παραμείνουν στα δάση τους κρυμμένοι . Φέτος  η ανθρωπότητα πενθεί. Θεέ της ανεκδήλωτης φύσεως ,φέτος  αντί κρασί να πιείς φαρμάκι, να κλάψεις μαζί μας εσύ που μας μπόλιασες με το σπέρμα της χαράς μη. Μη, μη μας αφήνεις εστεφανωμένε με κισσόν Διόνυσε.  Μη ,μη, το αντίο μην το πεις κάποιοι να μείνουν θεματοφόροι της παράδοσης ,που δε θα αφήσουν να χαθούν μνήμες Ελληνικές.

Για να μην χαθούν πρέπει να γραφούν και να διατηρηθούν για τις νέες γενιές αν συμβεί το χειρότερο. Οι απόκριες λοιπόν ήταν μια καθαρά ελληνική γιορτή. Το φωνάζει  η φωνή των προγόνων μέσα από τα κύτταρά τους. Κι άρρωστοι γινότανε καλά κι οι ντουχιντισμένοι αναθάρρευαν, κι οι  ερωτευμένοι γιόρταζαν. Τις Απόκριες όλα επιτρέπονται, όλα συγχωρούνται, όλα τα κρυφά ξεφανερώνονται, ακόμη και τα αγγίσματα κρίνονται επιεικώς. Η μαγική μάσκα μέσα στο κέφι το τρελό, μεταμορφώνει τα πρέπει και τα μη, σε μασκαράδες   ακίνδυνους. Όλο το χωριό μαζί σε ένα πανηγύρι ξέφρενο σε ένα κέφι ασυγκράτητο, σε ένα φαγοπότι χωρίς όρια. Όχι για μια ή δυο μέρες αλλά για τρία ολόκληρα Σαββατοκύριακα και μια Δευτέρα.

Μόλις πιάναμε τριώδιο το χωρίο άλλαζε φυσιογνωμία.
 Σε κάθε γιορτή προηγείται σφαγή. Τα χαριτωμένα κατσικάκια που καλόγεννες αίγες γεννούσαν δίδυμα ή τρίδυμα έπεφταν στον βωμό των απόκρεων.

Και  το αποκριάτικο τραπέζι  πλούσιο και το γάλα της κατσίκας  θα έτρεφε για καιρό την οικογένεια. Τα είχαμε μοιράσει τα σαββατοκύριακα. Ένα σε κάθε συγγενή . Το τελευταίο στην γιαγιά. Εμείς τα παιδιά, σχεδόν κάθε βράδυ,  ντυνόμαστε μασκαράδες με παλιά ρούχα, σεντόνια, κουβέρτες  και κρύβαμε τα πρόσωπά μας με μαντήλια  και γυρίζαμε τα σπίτια. Μάσκες φορούσαν μόνο οι μεγάλοι. 

Το αστείο ήταν η προσπάθεια να αναγνωρίσουν ποιος κρύβεται κάτω από την μάσκα. Εμάς μας αναγνώριζαν κυρίως από τα ρούχα των δικών μας. Οι μεγάλοι έφτιαχναν  μάσκες από δέρμα κουνελιού ή με άλλο δέρμα ή χαρτόνι. Συνήθιζαν να  ντύνονται οι άνδρες γυναίκες εγκυμονούσες ή γριές καμπούρες, κι οι γυναίκες ντυνόταν με βράκες ή με άλλα περίεργα ρούχα που προκαλούσαν το γέλιο και κανένας δεν μπορούσε να τις γνωρίσει.  
  Οι πιο τολμηρές που  βάζανε το χέρι μέσα στην βράκα ,σίγουρες ότι πρόκειται για μασκαρεμένη γυναίκα και  βρέθηκαν  να χουφτώνουν ένα αντρικό πράμα, την ντροπή αυτή ποτέ δεν την ξεπέρασαν. Το τραπέζι της αποκριάς πλούσιο. Όλοι ερχόταν με τα φαγητά τους. 

Οι νοικοκυρές συναγωνίζονται ποια θα φέρει  το πιο καλομαγειρεμένο φαγητό.   Εκτός το κατσικάκι μαγειρεμένο με πολλούς τρόπους έρχονται τα πιταράκια με γλυκιά μυζήθρα αλλά κι οι ξυλικόπιτες με την ξυνή. Η ξυνή μυζήθρα λέγεται και « τση κουρούπας» γιατί την έχουν σε μια κουρούπα (πήλινο βάζο) που την έχουν θάψει  μέσα στο χώμα για μήνες. Ολόκληρη τελετή γινόταν στο σπίτι στο άνοιγμα της κουρούπας.     

Μετά το φαγητό όλοι οι χωριανοί στο καφενείο. Οι λυράρηδες είχαν πάρει την θέση τους. Εκεί ερχόταν μασκαρεμένες παρέες που έλεγαν αστεία τραγούδια και πειράγματα και  βρώμικες λέξεις, που κανένας δεν παρεξηγούσε. Έλεγαν πειρακτικές μαντινάδες που όλοι τις γνώριζαν, όμως έτσι έπρεπε να τις πουν:
«Τα μάθια σου 'ναι σαν ν-τα αυγά , τ' αφτιά σου σαν ν-του χοίρου
κι η μύτη σου κατσουνωτή ωσά ν-του σκαντζοχοίρου».
Μωρή  τσικαλοστούμπωμα (σκέπασμα της κατσαρόλας),μωρή λαδοκουρούπα,
που'κατσες και κατηγορείς μιαν ασημένια κούπα».

Ο κακοπαντρεμένος θα βρει την ευκαιρία να πει τον πόνο του:
«Στραβή μου την ελέγανε μα εκείνη αλληθωρίζει,
το βούι από το γάιδαρο δεν τονε ξεχωρίζει».


Κι αυτού που η καλή του παντρεύτηκε άλλο:
«Για πέντε ρίζες χαρουπιές και τρεις οκάδες λάδι,
επήρες έναν μπουνταλά να ζήσετε ομάδι.
Όλες του οι δικολογιές (σόι) είναι εφτά νομάτοι,
οι τέσσερις είναι στραβοί κι τρεις με τόνα μάτι».

   Στο τραπέζι της τελευταίας Κυριακής που λεγόταν Τυρινή, ενώ η προηγούμενη λεγόταν κρεάτινη, τα φαγητά δεν σηκώνονται από το τραπέζι.. Το βράδυ της τελευταίας Κυριακής  είχε απ' όλα   Νάτος ο μαϊμουνιέρης  Κτυπά το ντέφι κι αυτά εκτελούν τις διαταγές του καταπώς λέει το τραγουδάκι:
« πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι. 
Με τα χέρια τους το τρίβουν, μετά με το κούτελο , με τα γόνατο  και τελικά,με τον κώλο τους το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν. Και δώστου να τρίβουν τον κώλο τους  κάτω και όλοι να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Μέχρι τα ξημερώματα πηγαίναν κι ερχόταν οι μασκαρεμένοι λέγοντας διάφορα πειρακτικά  τραγουδάκια και αστείες κινήσεις γνωστά σε όλους κι όμως σαν να το βλέπανε πρώτα φορά. Κάθε πατούλια (παρέα) έλεγε το δικό της τραγουδάκι:
« Με τη θειά μου τη Θοδώρα επηγαίναμε στη χώρα,
ήλεγε μου κι ήλεγα τση, ήκανε μου κι  ήκανα τση.
Και στου Πανασσού τον δέτη  πώς το κάνει ο θιός και πέφτει.
-Εδέ τόπος εδέ κάλλη άχι θειά και να'σουνα άλλη.
-Κάμε γιε μου τη δουλειά σου κι αύριο είμαι πάλι θειά σου.
 -Ήμουνα κράχτης πετεινός κι εδά στα γερατειά μου
να με τσιμπούν οι όρνιθες δεν το βαστά η καρδιά μου.

– Οι πέρδικες είναι πολλές μα που 'ντο το τουφέκι
η κάνη του εσκούριασε κι ο πετεινός δε στέκει.

-Το ρίφι τση γειτόνισσας μπαίνει μες το σπαρμένο
και τση το πιάνω κάθε αργά μα δεν ν-τη καταφέρνω.

-Μαύρη 'σαι και κατέχω το, άσκημη και θωρώ το
μα κεια που το' χουν οι καλές το'χεις κι εσύ χαρώ 'το.
Χάχανα και γέλια και χειρονομίες  αστείες.  Συνήθως οι μασκαράδες κρατούσαν χοντρά ραβδιά και μ' αυτά φοβέριζαν τους περίεργους που ήθελαν  να τους ξεμασκαρώσουν. Υπήρχαν όμως και κάποιες  δεισιδαιμονίες ανερμήνευτες.
 Αν φταρνιστεί κανείς την ώρα του αποκριάτικου  φαγητού, όφου λέει η γριά, γη(ή) ξενιτειά, γη θάνατος σημαίνει ετουτονά το φτάρνισμα  και με γηθιές και ξορκίσματα προσπαθεί να αποτρέψει το κακό.
 Απομεινάρια της Διονυσιακής λατρείας είναι τα δρώμενα των απόκρεω  που γιορτάζονται απ' όλους τους Έλληνες με περίσσια αγάπη τρεις Κυριακές και την καθαρά Δευτέρα όπως ορίστηκε από την τότε Νέα Τάξη πραγμάτων.

Ροή ειδήσεων - ΡΟΗ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ