Γιορτινές νοσταλγικές μνήμες από την παλιά Κρήτη – Οι Κρουσανιώτες θυμούνται Χριστουγεννιάτικα έθιμα

Petite Perle 300×250

Τα έθιμα των Χριστουγέν-νων, γίνονται θύμησες και για πολλούς νοσταλγία, για τους παλαιούς καλούς καιρούς, που όλα ήταν αγνά και τελικά μαγικά!

Της Χρυσούλας Καλλιγιαννάκη

Μικρές αλλά πολύ σημαντικές είναι όλες οι προσπάθειες για την αναβίωση τους, ή την καταγραφή τους για να περάσουν έστω και ως «παραμύθι» από γενιά σε γενιά, για να μην σβήσουν! Εμείς εντοπίσαμε και στο διαδίκτυο πολλές τέτοιες προσπάθειες που επιχειρούν να βουτήξουν στο χωροχρόνο και να ζωντανέψουν νοσταλγικές μνήμες μιας άλλης εποχής! Βρήκαμε καταγεγραμμένα έθιμα στα λεγόμενά σόσιαλ μίντια, όπως τα χοιροσφάγια ή τις χοιροχαρές -όπως λεγόταν στην παλαιά Κρήτη- τους καρατζόληδες, αλλά και τους καλαντάρηδες, που με μουσικά όργανα και πολύ κέφι, έστηναν τρικούβερτα γλέντια!

Μια τέτοια όμορφη προσπάθεια καταγραφής και συνάμα αναβίωσης παλαιών εθίμων κάνει και η σελίδα ΚΡΟΥΣΩΝΑΣ – ΕΓΓΡΑΦΑ- ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ -ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ (στο Facebook) που δημιούργησε και διαχειρίζεται εξαιρετικά ο Κρουσανιώτης Γεώργιος Καλλιγιαννάκης. Μια ανάρτηση του, αλλά και τα σχόλια που την συνόδευσαν, στάθηκε αφορμή για να ασχοληθούμε και εμείς σήμερα με μερι κά από τα ποιο χαρακτηριστικά κρητικά έθιμα των Χριστουγέννων.

Έθιμα, για τα οποία έχει γράψει, όπως σωστά μας θύμισε η εν λόγω ανάρτηση, για τα χοιροσφάγια και ο μεγάλος κρητικός συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο».

Το έθιμο των χοιροσφαγίων, βέβαια υπάρχει από παλαιά στην Κρήτη αλλά και σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Κάθε οικογένεια μεγαλώνει ένα γουρούνι, το οποίο έσφαζαν τις μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Αυτό είναι και το κύριο Χριστουγεννιάτικο φαγητό.

«Την παραμονή των Χριστουγέννων στα χωριά της Κρήτης εσφάζανε τσι χοίρους (αρχαία χοιροσφάγια), αναθρεμμένους από τον κάθε νοικοκύρη κυρίως με βε- λάνια (βελανίδια) και χουμά (τον ορό του γάλακτος που μένει από την τυροκόμιση, μέσα στο οποίο όμως ρίχνανε και λάδια που έμεναν στα τσικάλια κι έτσι ο χουμάς γινόταν ζουμί –ένα ιδιαίτερα θρεπτικό μίγμα για πόση).

Από το χοιρινό κρέας παρασκευάζοντα οματές (ή στην ανατολική Κρήτη, ομαθιές), τσιλαδιά (με τη χοιροκεφαλή, η λεγόμενη πηχτή), απάκια (λουρίδες ψαχνού κρέατος καπνισμένες στο τζάκι, συχνά με φασκομηλιές και άλλα μυρωδικά βότανα), λουκάνικα, σύγλινα (κομμάτια κρέας μισοβρασμένα και αποθηκευμένα σε κουρούπι (κιούπι) μαζί με τη γλίνα (το λίπος) που τα βοηθούσε να διατηρηθούν πολλούς μήνες –μετά γίνονταν σφουγγάτο (ομελέτα) ή μαγειρεύονταν με πατάτες κ.λ.π.», μας θυμίζει ο Νίκος Καζαντάκης.

Η μέθοδος που χρησιμοποιούσαν για τα σύγλινα, ήταν ουσιαστικά ο τρόπος συντήρησης του κρέατος. Οι ομαθιές είναι τα έντερα του χοίρου γεμισμένα με ρύζι και συκώτι και βέβαια οι τσιγαρίδες που είναι κομμάτια λίπους μαγειρεμένου με μπαχαρικά. Όπως έμαθα, το έτρωγαν σαν κολατσιό στο μάζεμα τις ελιάς γιατί τους γέμιζε ενέργεια.

Ο  χοίρος στο παρελθόν ήταν η κύρια πηγή πρωτεΐνης, γι' αυτό το συντηρούσαν για μήνες. Δεν πήγαινε τίποτα χαμένο!

 

Το χριστουγεννιάτικο δώρο         

Όλα τα μέρη του ζώου κάπου χρησίμευ- αν! Για παράδειγμα η ουροδόχος κύστη , η «φούσκα», όπως λέγεται, πλένονταν καλά και μετά την φούσκωναν και την έδιναν στα παιδιά. Ήταν το Χριστουγε- νιάτικό δώρο για τα παιδιά εκείνης της εποχής! Ένας άλλος Κρουσανιώτης, ο Κωστής Πιτσικάκης γράφει κάτω από την ανάρτηση με περίσσια νοσταλγία:

«Μαζεύονταν πέντε έξη άντρες και τον έσφαζαν (εννοεί το χοίρο). Μετά τον μα- δούσαν με καυτό νερό πάνω σε μια πόρ- τα και μετά έτρωγαν το συκώτι και ένα κρασί .Τον κρεμούσαν σε ένα μεσοδόκι με ξύλινο τσιγκέλι και μια λεμονόκουπα

στο στόμα του. Στέγνωνε και μετά άρχιζε ο ανάλογος τεμαχισμός. Εμείς τα παιδιά περιμέναμε να πάρουμε την φούσκα του(δηλαδή την κύστη του) να την κάνουμε μπαλόνι».

Λίγο αργότερα θα επανέλθει ο Γιώργης Καλλιγιαννάκης για να προσθέσει στην θύμηση μια φωτογραφία από ένα δικό του κειμήλιο, που δείχνει το χοιρόξυλο.

«Να και το χοιρόξυλο!!! Που λειτουργού- σε σαν τσιγκέλι για να κρεμάσουν το χοί- ρο στο μεσοδόκι! Το έχω κειμήλιο» θα γράψει με μεγάλη υπερηφάνεια!

«Τις μέρες αυτές άκουγες σε όλες τις γειτονιές τις φωνές (μουγκρές) των χοίρων. Τα πιο πολλά σπίτια ανάθρεφαν γουρούνια για τα Χριστούγεννα. Το κρέας τότε ήταν λίγο. Αγόραζαν τα γουρούνια από εμπόρους τσαμπάσιδες που τα έφερναν στο χωριό. Τα είχαν μέσα σε σακιά (φάρδους) από εκεί βρήκε η φράση "τι παίρνεις γουρούνι στο σακί;"», μας λέει ο Κωστής Πιτσικάκης και συνεχίζει:

«Σε συνεννόηση οι άντρες συνήθως συγγενείς και κάποιος έμπειρος στο σφάξιμο κάθε μέρα πήγαιναν σε κάποιο σπίτι να σφάξουν τον χοίρο. Όσο πιο μεγάλος ήταν ο χοίρος τόσο πιο πολλοί άντρες χρειαζόταν. Δεν φαντάζεσαι τη δύναμη που έχει. Το μαχαίρι ήταν μεγάλο, μακρύ (Κάμα) που λένε. Ο χοίρος θέλει ειδικό σφάξιμο επειδή έχει χοντρό λαιμό».

 

Τα μελλούμενα                                 

Στο παρελθόν πολλά σημεία του χοίρου χρησιμοποιούταν ως ύλη για γιατροσόφια και κάποια άλλα κομμάτια αποτελούσαν αντικείμενα μαντείας, τα μελλούμενα, όπως μαθαίνουμε.

Ο σφάχτης ή ο πιο ηλικιωμένος του χωριού σε ρόλο μάντη μελετούσε τα σπλάγχνα του ζώου και ερμήνευε τι σήμαιναν τα σημάδια τους για το μέλλον και την τύχη του σπιτιού καθώς επίσης έκανε πρόγνωση για τις σοδειές του αγρότη, ακόμη και σαν μετεωρολογικός χάρτης για την πρόγνωση του καιρού.

Οι στίχοι του κρητικού ποιητή Κωστή Φραγκούλη περιγράφουν με λυρικό τρόπο και αποκαλύπτουν όλη τη μαγεία της τελετουργίας των χοιροσφαγίων στον αγροτικό χώρο της Κρήτης.

"Φωνές γροικώ στσι γειτονιές, μουγκρές γροικώ στσι σταύλους χαρούμενο συντάλαχο

γροικώ στα καλντιρίμια. Στσι γειτονιές ζυμώνουνε, στσι σταύλους μαχαιρώνου…

και στα σιντεροτσίκαλα νερό στσ' αυλές τως βράζου,

τσι χοίρους τσι θροφάρηδες που σάξα να μαδήσου…".

 

Τα κάλαντρα της μεγαλονήσου

Τα κάλαντα είναι το αρχαιότερο έθιμο σχετικό με την αρχή του χρόνου. Κάλαντρα τα βρίσκουμε στην κρητική διάλεκτο! Είναι τραγούδια που, με αφορμή το θρησκευτικό περιεχόμενο της εορτής, ζητούν φιλοδωρήματα για τους τραγουδιστές, τους καλαντράδες.

 

Η βάση των παραδοσιακών καλάντων σε όλη την Ελλά- δα είναι κοινή, αφού μιλάνε για την εορτή, περνάνε στα παινέματα (επαίνους) για το νοικοκύρη, την «κερά», το γιο και τη θυγατέρα, με στίχους που είναι ένας ποταμός από εικόνες εκπληκτικής ομορφιάς, γεμάτες όμορφες κοπελιές, ξομπλιαστές με υφαντά, γραμματικούς με χρυσά κοντύλια (μολύβια), σπαθιά και ευαγγέλια.

Στην παλαιά Κρήτη, όπως στον Κρουσώνα Μαλεβιζίου, ενεργή συμμετοχή στα κάλαντα είχε και η Εκκλησία, όπως μας λέει ο γνωστός Κρουσανιώτης λυράρης Ζα- χαρίας Κριτσωτάκης, που διακρίνεται με πολλούς άλ- λους συγχωριανούς του στην πρώτη φωτογραφία του Μιχάλη Πολυχρονάκη και της Γαρυφαλιάς Ξυλούρη (η φωτογραφία δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο ΚΡΟΥΣΩΝΑΣ

– ΕΓΓΡΑΦΑ-ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ). Οι υπόλοιπες φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Ζαχαρία Κριτσωτάκη.

Ο ίδιος θυμάται πως η ενορία της εκκλησίας σε συ- νεργασία με το γυμνάσιο ήταν οι βασικοί διοργανωτές της μεγάλης γιορτής για τα κάλαντα στον Κρουσώνα.

«Βλέπετε στις φωτογραφίες φαίνονται οι κοπελιές και οι νεαροί μαθητές του Γυμνασίου. Συμμετείχε όλο το χωριό μικροί μεγάλοι», σημειώνει ο κ. Κριτσωτάκης. Και λέμε γιορτή γιατί συγκεντρώνονταν όλο το χωριό και με λύρες και λαούτα γύρισαν ένα ένα τα σπίτια των νοικοκυραίων για να τραγουδήσουν τα κάλαντα και όχι μόνο. Ακολουθούσαν μαντινάδες, έπιναν κάνα κρασί που κερνούσαν οι νοικοκυραίοι, έπαιρναν και φιλέματα κάθε λογής και συνήθως τα κάλαντα μετατρέπονταν σε ένα τρικούβερτο γλέντι για όλο το Κρουσώνα.

Τα δοσίματα                                                         

Τα δοσίματα, όπως λεγόταν τα κεράσματα ή η πληρωμή… για τα κάλαντα συνήθως ήταν λάδι, θυμάται ο κ. Κριστωτάκης.

Άλλοι Κρουσανιώτες πάντως μας λένε πως έπαιρναν πολλά καλούδια όπως απάκι γή λουκάνικο κιανέναν αβγουλάκι.

«…Κι απού το λαδοπίθαρο κιαμια οκά λαδάκι, κι αν είν' και περισσότερο, κρατούμε μεις τ' ασκάκι», έλεγαν στίχοι από παλαιά κρητικά κάλαντα.

Κάλαντα λέμε την παραμονή τω Χριστουγέννω, την παραμονή τ' άη Βασιλειού και την παραμονή τ' Αγιασμού.

 

Οι καρατζόληδες

Ιδιαίτερές είναι και οι αναφορές με τους καρακατζόληδες στην παλαιά Κρήτη!

Τα Χριστούγεννα ήταν μια εποχή, κρίσιμη για την επαφή ανάμεσα στον ορατό κόσμο και τον αόρατο, όπως γρά- φει σε ερευνητική εργασία για την Κρητική Παράδοση και την Τέχνη ο εκπαιδευτικός Μιχαήλ Φωτάκης.

Άλλη μια τέτοια εποχή είναι από την Κυριακή του Πάσχα ώς την ημέρα τση Γονοκλισάς (Πεντηκοστή), οπότε, κατά το θρύλο, οι ψυχές των αποθαμένων περπατούνε στον απάνω κόσμο, χωρίς όμως να γίνονται φαντάσματα και να τις βλέπουν οι ζωντανοί, οι οποίοι απλώς πρέπει τότε να προσεύχονται περισσότερο για τους νεκρούς τους, όπως γράφει.

Τα Χριστούγεννα λοιπόν, ήταν κρίσιμη περίοδος γιατί, εκτός από το ότι εβγήκε κι επορπάτηξεν ο Κύριος στον κόσμο (όπως αναφέρουν τα κάλαντα), τότε βγαίνουν οι καρακατζόληδες ή καρκατσόλοι "Καλικάντζαροι", (αρ- χαία δαιμόνια σχετικά με τα φαντάσματα των νεκρών ή με τις ξωτικές δυνάμεις του χειμώνα, που πήραν περί- που χριστιανικό περιεχόμενο και αντίστοιχά τους, υπάρ- χουν σ' όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς).

Στην Κρήτη δεν καταγράφεται, η δοξασία άλλων περιο- χών της Ελλάδας, ότι οι καλικάντζαροι ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της γης πριονίζοντας ή ροκανίζοντας το μεγάλο δέντρο που βαστάει και στηρίζει τον κόσμο (το οποίο ξαναθρέφεται όσο τα παγανά τούτα κυκλοφορούν ανάμεσά μας κι έτσι δεν πέφτει ποτέ).

Η Κρητική άποψη για τα καρακατζόλια είναι ότι τα παι- διά που γεννιούνται την ημέρα τω Χριστουγέννω (άρα έχουνε συλληφθεί την ημέρα του Ευαγγελισμού, που καλό είναι, από σεβασμό στην Παναγία, να αποφεύγει κανείς την ερωτική πράξη) μεταμορφώνονται σε καρακατζόληδες κάθε χρόνο την παραμονή των Χριστουγέννων και, την ημέρα τ' Αγιασμού (όπου ο καθαγιασμός της φύσης διώχνει όλα τα κακά-αρχαία δοξασία κι αυτό), ξαναγίνονται άνθρωποι –αυτό συνεχίζεται κι όταν μεγαλώνουν.

Εξάλλου τη νύχτα της παραμονής τ' Αγιασμού, κατά την κρητική παράδοση, τα ζώα μιλούνε, αλλά ο άνθρωπος που θα κρυφτεί, από αυθάδη περιέργεια, για να τ' ακούσει, μένει ανάπηρος ή κάποια άλλη συμφορά παθαίνει (οι αρχαίοι θα έλεγαν ότι διέπραξε ύβρη, θέλησε δηλαδή να μπει στο χώρο του θεϊκού).

Τέλος, πρέπει να πούμε ότι το νερό, κατά τους παππού- δες μας (αρχαία δοξασία κι αυτό), δεν είναι ακίνδυνο αλλά κατοικείται από επικίνδυνα πνεύματα με νεραϊδική φύση (δηλαδή δαιμονική, γιατί οι νεράιδες στις ελληνικές παραδόσεις είναι μόνο κακά πνεύματα). Γι' αυτό π.χ. αν κάποιος βρει νερό σε γούρνα τη νύχτα και θέλει να πιει, πρέπει να το αναταράξει πρώτα με το χέρι του για να «ξυπνήσει» το νερό και να μην αγριέψουν οι μυστηριώδεις κάτοικοί του.

Έτσι, η μετατροπή του σε αγίασμα την ημέρα των Φώτων, εκτός από τον εξορκισμό των καλικαντζάρων, εξορκίζει και αυτά τα πνεύματα και ευλογεί το νερό.

Πολιτισμός - ΡΟΗ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ