Τα Ζαμάνια, οι δίσκοι και οι περιοδείες στο εξωτερικό – Ο Κρουσανιώτης λυράρης Ζαχαρίας Κριτσωτάκης μιλά για όλα (Βίντεο & Φωτογραφίες)

Petite Perle 300×250

"Χρόνια και Ζαμάνια"  είχαμε να τον δούμε ….Τον συναντήσαμε πρόσφατα. Ο λόγος για το Ζαχαρία Κριτσωτάκη ή Κριτσώτη, όπως συνηθίζουν να τον λένε οι φίλοι του. Τον σοβαρό και σεμνό λυράρη από τον Κρουσώνα Μαλεβιζίου, που συνέδεσε το όνομά του με τα θρυλικά «Ζαμάνια»! Το Κρητικό Κέντρο της οδού Μητσοτάκη στην Παραλιακή, που αγόρασε και «άνθη- σε» στα χέρια του για 30 ολόκληρα χρόνια! Μια ζωή «Ζαμάνια»! Μια ζωή γλέντια, όπως λέει ο ίδιος!

Της Χρυσούλας Καλλιγιαννάκη

Ο Μαλεβιζιώτης καλλιτέχνης, σε νεαρή ηλικία άκουσε στο Κέντρο «Ερωτόκριτος», τον αείμνηστο Νίκο Ξυλούρη να παίζει λύρα και αποφάσισε να γίνει και ο ίδιος επαγγελματίας λυράρης! Μερικές σελίδες από την ζωή και την πορεία του, που ξεκίνησε από τον Κρουσώνα, ξεφύλλισε μαζί μας, πριν μερικές ημέρες στο σπίτι του, στο Ηράκλειο, όπου τον συναντήσαμε!

Μας υποδέχτηκε με ιδιαίτερη χαρά μαζί με την ευγενική και ιδιαίτερα φιλόξενη σύζυγό του, Μάγδα Κριτσωτάκη.

Γιος ενός από τους πλέον αξιόλογους νοικοκύρηδες του Κρουσώνα του Γιώργου Κριτσωτάκη, ο Ζαχαρίας είχε μυηθεί στην κρητική μουσική από πολύ μικρός.

Αμέσως μετά το δημοτικό, αμούστακο παιδί, μαθαίνει μόνος του να παίζει μαντολίνο και καθώς ήταν καλός, οι μεγαλύτεροι νεαροί, του ζητούσαν να τους ακολουθεί στις καντάδες με το μαντολίνο του, στο χωριό, μέχρι τα ξημερώματα.

«Ο πατέρας μου έβαζε το σύρτη στην πόρτα για να αναγκαστώ να χτυπήσω και να μου βάλει καυγά που γύριζα όλη νύχτα, παιδί πράμα, στο χωριό», μας λέει και χαμογελά πονηρά, σαν να έκανε σκανδαλιά.

Λύρα ξεκίνησε να μαθαίνει πάλι μόνος του, όταν ήταν 18- 19 χρονών. Εκείνη την εποχή είχε πολλά ακούσματα μιας και ο Κρουσώνας είχε πάντα παράδοση με πολλούς και καλούς καλλιτέχνες. Όπως μας λέει, για τον ίδιο μεγάλη έμπνευση ήταν ο Σηφογιωργάκης, ο οποίος ήταν οικογενειακός φίλος των θείων του, και τον είχε ακούσει πολλές φορές να παίζει λύρα. Τον ρωτήσαμε τι τον ώθησε να ασχοληθεί με την κρητική μουσική.

Μας απαντά και το πρόσωπο του λάμπει. «Έκτος από τα γλέντια στους γάμους κάναμε πολλές παρέες ως νεαροί. Έπαιζε ο Κασαούλιος στου Μπαλτσή το καφενείο… εγώ βλέπω μια φοβερή γυναίκα να χορεύει. Εκείνη την στιγμή σκέφτηκα πως θα ήθελα εγώ να είμαι ο λυράρης για να χορεύει μια τόσο όμορφη γυναίκα!»

Μερικά χρόνια αργότερα θα συμπληρώσει, πως εκεί στο υπόγειο της οδού Χάνδακος το 1963, στο κέντρο «Ερωτόκριτος» ως θαμώνας ο ίδιος, μαζί με τον ξάδερφό του και για χρόνια συνοδοιπόρο του στην πίστα, Γιάννη Τσικανδυλάκη, και με το φίλο τους το Μυριζογιάννη, πήγαν να ακούσουν τον Ξυλούρη. Η ίδια εικόνα… μια πανέμορφη γυναίκα να χορεύει με τις κοντυλιές του Ξυλούρη. Θυμάται, λέει, το θαυμασμό της γυναίκας εκείνης για το με- γάλο κρητικό καλλιτέχνη. «Αυτό ήταν… Γυρίζω και λέω στον ξάδερφό μου… ή θα γίνουμε επαγγελματίες ή θα πρέπει να πέσουμε στη θάλασσα. Είχα πλέον πάρει την απόφαση. Είχε σπάσει η λύρα μου. Μετά από εκείνη τη βραδιά, πήγα αμέσως και αγόρασα μία καινούργια και σε δύο τρία χρόνια παίζαμε στα γλέντια σε όλη την Πεδιάδα, σε ηλικία πλέον 21 ετών».

Κάπως έτσι ευτύχισε, να γνωρίσει και την σύζυγό του! Εκείνη χόρευε και εκείνος έπαιζε λύρα στα νέα «Ζαμάνια», απέναντί από το υπόγειο της οδού Μητσοτάκη, ανήμερα των Θεοφανίων του 1978. Η ίδια πάντως μας λέει, πως πήγαινε με την οικογένεια της και στα υπόγεια «Ζαμάνια».

Ο Κρουσανιώτης λυράρης, θυμάται πως εκείνη την βραδιά έπαιζαν μαζί με τον Δημήτρη Φουκάκη από τον Πανασσό (αργότερα έγινε κουμπάρος τους). Χόρευε η μετέπειτα σύζυγός του. Σκύβει και του λέει… «Απόψε δεν έχω πιει αλλά νιώθω μεθυσμένος. Αυτή τη γυναίκα την παίρνω όπως είναι και φεύγω!».

Η σκέψη του πάει ξανά πίσω στο χωριό του και μας λέει πως κάθε βράδυ έστηναν και από ένα γλέντι.

Είχε κάνει μάλιστα, κάτι σαν κατάληψη στο σπίτι του παππού του, του Κριτσώτη, που είχε πεθάνει.

«Μαζευόμαστε όλοι οι νέοι του χωριού, έπαιζα εγώ λύρα και οι άλλοι χορεύανε όλη τη νύχτα».

Όσες μέρες δεν έκαναν καντάδες στήνανε γλέντια, μόνο με τη λύρα και το λαγούτο. Αψηφούσαν και την αστυνομία που τους κυνηγούσε, για διατάραξη κοινής ησυχίας. Ακολούθησαν τα «Ζαμάνια», πολλά γλέντια, περιοδείες στο εξωτερικό αλλά και δισκογραφία!

Έξι προσωπικοί δίσκοι στη συλλογή του

Ο Ζαχαρίας Κριτσωτάκης έχει όμως και στον πόνο και η ευτυχία έρχεται όταν πλούσια δισκογραφία! Συνολικά έχουν σε βλέπω μόνο», είναι δύο από τις ποιο εκδοθεί έξι προσωπικοί του δίσκοι, γνωστές μαντινάδες του, που βέβαια όπου έγραψε τόσο τη μουσική όσο και έχει αφιερώσει στη σύζυγό του. τα τραγούδια. Από αυτά ξεχωρίζει την «Καινούργια άνοιξη» και το «Ζητιάνο».
«Σαν μία καινούργια άνοιξη, ήρθες μες την καρδιά μου και με πλαντούν οι μυρωδιές, που μου έδωσες κερά μου»…
«Ζητιάνος είμαι στη χαρά, παραγωγός στον πόνο και η ευτυχία έρχεται όταν σε βλέπω μόνο», είναι δύο από τις ποιο γνωστές μαντινάδες του, που βέβαια έχει αφιερώσει στη σύζυγό του.


«Δεν ήταν εύκολο για ένα καλλιτέχνη εκείνης στις εποχής να βγει μπροστά», μας εξομολογείται… «Χρειαζόταν πολύ πάθος!
Πάθος που έβγαινε από την καρδιά», μας λέει.

Έκανε μόδα τα "λυρατζίδικα"

Τα «Ζαμάνια» μπήκαν στη ζωή του το 1973, οπότε και ξεκινάει ουσιαστικά η καριέρα του. Αγόρασε την επιχείρηση, 28.000 δραχμές με συνέταιρο τότε, το γαμπρό του Κωστή Πιτσικάκη. Μιλάμε για τα υπόγεια «Ζαμάνια» της οδού Μητσοτάκη, εκεί που παλαιότερα έπαιζε λύρα ο αείμνηστος Νίκος Ξυλούρης. Η επιχείρηση είχε παρακμάσει και έκλεισε, όταν ο Ξυλούρης έφυγε για την Αθήνα. Ο Κριτσώτης ζωντάνεψε ξανά το κρητικό κέντρο που έγινε γρήγορα στέκι.

Θυμάται, πως βρήκε το μαγαζί, σχεδόν διαλυμένο, με σπασμένα τραπέζια. Κράτησε στα χέρια του, 30 ολόκληρα χρόνια τα «Ζαμάνια» ως επιχείρηση, που μπορεί στην πορεία να άλλαξε ονόματα, και μορφή, ακολουθώντας και το ρεύμα της εποχής, όμως πάντα προσέφερε διασκέδαση, με σωστές υπηρεσίες στους πελάτες του. Ο ίδιος μαζί, με τους υπόλοιπους κρητικούς καλλιτέχνες της εποχής, συνέβαλαν καθοριστικά, κάνοντας μόδα και προορισμό τα «λυρατζίδικα», που δεν ήταν και λίγα …12-13 Κρητικά Κέντρα υπήρχαν την δεκαετία του '70 στο Ηράκλειο. Γινόταν γάμοι, βαφτίσια, διάφορες εκδηλώσεις, χοροί στις αποκριές, μπαλταφάν, πάρτι φοιτητών ακόμα και εκδηλώσεις πολιτικών.

Τα «Ζαμάνια» ήταν από τα λίγα Κρητικά Κέντρα, που είχαν τόσο μεγάλη διάρκεια ζωής. Κράτησαν ψηλά τη σημαία της κρητικής μουσικής σκηνής και της κρητικής εστίασης. Μάλιστα τα πρώτα 20 χρόνια λειτουργούσαν αδιάκοπα επτά ημέρες την εβδομάδα.

«Γνώρισα μεγάλες δόξες! Τώρα μου φαίνεται σαν όνειρο! Αναρωτιέμαι, πως άντεξα να δουλεύω τόσο πολύ», μας λέει για να συμπληρώσει πως αν γύριζε το χρόνο πίσω θα ξαναέκανε τα «Ζαμάνια»!

«Ήταν πολύ διαφορετικά τότε. Ο κόσμος ήταν διαφορετικός. Τη βραδιά που έκανα τα εγκαίνια στα νέα «Ζαμάνια», θυμάμαι, είχα να κοιμηθώ συνολικά 24 ώρες, αφού μέχρι την τελευταία στιγμή φτιάχναμε το μαγαζί. Θέλαμε να προ- λάβουμε να ανοίξουμε, την πρώτη αποκριά του 1978. Μου είπαν τότε οι συνεργάτες μου, να πάω να ξεκουραστώ και μόλις έφθασα στο σπίτι μου, μου τηλεφώνησαν να επιστρέψω γιατί είχε γεμίσει με κόσμο το μαγαζί. Ο κόσμος ήταν τόσος πολύς, που είχε σχηματίσει ουρά μέχρι τις γειτονικές ταβέρνες της Παραλιακής. Είχαν μάλιστα πάρει καφάσια και κάθονταν, όσο περίμεναν να αδειάσει τραπέζι».

 

Η σύζυγος του Μάγδα συμπληρώνει, πως μόνο μετά που απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, την κόρη τους Έρη, αποφάσισε, να κρατάει κάθε Δευτέρα κλειστά τα «Ζαμάνια», για να είναι με την οικογένεια. Ο ίδιος εκτός από την καλλιτεχνική επιμέλεια του μαγαζιού, είχε και τη συνολική διαχείριση, τα οικονομικά τα λογιστικά της προμήθειες, την επιλογή του προσωπικού κλπ.

Στις ιδιαίτερες βραδιές που θυμάται στα «Ζαμάνια», εκτός από τη γνωριμία του με τη γυναίκα του, ήταν το τρικούβερτο γλέντι στη βάπτιση του γιού του Γιώργου.

Στα γλέντια τις εποχής ξεχώριζαν οι Απόκριες. Θυμάται, πως υπήρχε τραπέζι, που άλλαζε δύο και τρεις φορές τη βραδιά. Πολύς κόσμος επέλεγε τα «Ζαμάνια» για να διασκεδάσει.

Όπως λέει, κάθε βράδυ είχε παρέες. Θαμώνες, που είχαν ακόμη και τα δικά τους τραπέζια…

Θυμάται μάλιστα και τα ονόματα τους, όπως κάθονταν στα τραπέζια γύρω από την πίστα. «Ο Αριστοτέλης ο Σταράκης, ο Χουμεριανός, ο Αντώνης… πολύ καλός κόσμος», συμπληρώνει.

Παράλληλα με το κρητικό -τη δεκαετία του '80- άρχισαν να εισάγουν και το λαϊκό, στο πρόγραμμά τους. Μάλιστα συμμετείχαν πολλές κομπανίες από όλη την Ελλάδα. Φιλοξενήθηκαν στα

«Ζαμάνια» και κάθε βράδυ υπήρχε κοσμοσυρροή. Έντονη ήταν και η παρουσία του φοιτητόκοσμου. Πολύς κόσμος, πήγαινε στις κομπανίες τότε, με τα λαϊκά και τα ρεμπέτικα, μέχρι που πέρασε και αυτή η μόδα.

Ακολούθως τα «Ζαμάνια» έγιναν κλαμπ και από το καλοκαίρι του 1995, μέχρι που έκλεισαν το 2003, λειτούργησαν, ως κλαμπ με διάφορα ονόματα. Ξανασυστήθηκαν στους πελάτες τους με την ίδια επιτυχία, ως «Μορφές», «Ροδάκινο» και «ΠόρτΣάιτ». Φιλοξένησαν μάλιστα και γνωστούς καλλιτέχνες, φίρμες της εποχής, όπως ο Σάκης Ρουβάς. Μετά τα «Ζαμάνια», ο Ζαχαρίας Κριτσωτάκης έφτιαξε στην Φοινικιά το Κέντρο «Απόλλων», αλλά λόγω διαφωνιών με τον ιδιοκτήτη του κτιρίου, αναγκάστηκε να φύγει παίρνοντας μαζί του, όπως μας είπε, μόνο την λύρα του!

Περιοδείες σε Γερμανία και Αμερική

Ο Ζαχαρίας Κριτσωτάκης ευτύχησε επίσης να ταξιδέψει με   την λύρα του την πατρίδα μας, τους ομογενείς μας, σε Γερμανία και Αμερική.

«Το 1972 πήγαμε στη Γερμανία για να παίξουμε στην ομογένεια. Εκεί στο Marburg ήταν ο Καλλιγιάννης»… εννοεί το φίλο του τον Λευτέρη Καλλιγιαννάκη, που όπως είπε, τους είχε προσκαλέσει. Εκεί διοργάνωσαν πολλά γλέντια σε πολλές πόλεις της Γερμανίας.

Στο σχήμα μετείχε ο ίδιος που έπαιζε λύρα και ο Γιάννης ο Τσικανδιλάκης, ο ξάδερφός του, που έπαιζε λαγούτο. Μαζί τους, πέντε χορευτές.

Ο Δημήτρης Μακριδάκης που ήταν και αυτός από τον Κρουσώνα, ο Ζαχάρης Ματαλιωτάκης από το Μορώνι (έπειτα έγινε και κουμπάρος του), ο Αντώνης Ζωγραφάκης, από το Πετροκέφαλο, ο Δημήτρης Μιχαλάκης από τη Μεσσαρά και ο Λευτέρης Κιαγιάς, από τα Λιβάδια. Ο τελευταίος ήταν ο πρωτοχορευτής. «Πήγα δύο φορές στη Γερμανία μαζί με το Τζικανδυλάκη. Τη δεύτερη φορά μάλιστα, μείναμε 40 ημέρες».

Στην Αμερική πήγε πολλές φορές μετά το 1988, προσκεκλημένος της Παγκρητικής Αμερικής και πολλών άλλων συλλόγων ομογενών σε αρκετές Πολιτείες, όπως στο Σικάγο στο Λος Άντζελες, στο Σακραμέντο, στη Γιούτα. Όλη η ομογένεια τον αγαπούσε για το ήθος του!

Ο ίδιος θυμάται έντονα τα παιδιά των ομογενών, που λάτρευαν την Κρήτη και μετέδιδαν με κάθε τους λέξη και κίνηση, την νοσταλγία για το νησί.

Η ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΕΓΙΝΕ ΣΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΜΑΛΕΒΙΖΙΟΥ

Πολιτισμός - ΡΟΗ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ