ΤΥΛΙΣΟΣ: Αξέχαστο Κατσιλαδοχώρι

Γράφει η κυρία Βιβή Ζαχαριουδάκη

Καλοκαίρι, παίρνουμε τα ενδεικτικά, καμία συζήτηση κατευθείαν στο χωριό.
Μια τσάντα με ρουχαλάκια, μια τσάντα με μπανάνες και λίγα φαγώσιμα και το αναγνωστικό, μπαίνουν στο μπλε OPEL Station που οδηγεί ο πατέρας μου και κατευθείαν για το χωριό.
Η φιγούρα της ψιλόλιγνης μαυροφορεμένης Μαματζοδοελένης που κάθεται στο καθεκλάκι, δε βλέπει καλά αλλά μας αναγνωρίζει από τη φωνή μας.

Πολύ χαρά. Όλο το καλοκαίρι δικό μας. Το Ηράκλειο θα το δω ξανά το Σεπτέμβρη. Φεύγει ο πατέρας. Μένουμε οι δυο μας.
Σβέλτα μου τηγανίζει την πατάτα στην παρασιά. Θέλει γρήγορα να φάω και ν' ανέβουμε στον οντά. Νυχτώνει και δεν επιτρέπεται να κάτσουμε ούτε στην αυλή. Στον οντά έχει μια μεγάλη τετράγωνη πέτρα που είναι το κάθισμα της στο παραθύρι. Εγώ κάθομαι στο περβάζι. Το φεγγάρι φωτίζει από τα κλαδιά της βερικοκιάς. Αρχίζει να λέει καμιά ιστορία και μετά την προσευχή στο εικονοστάσι. Με ίσιο κορμί, σα λαμπάδα την ακούω να λέει:
Άη Γιώργη μου – Λουτρακιανή μου, Παναγία – Τίμιε Σταυρέ μου. Με ξεματιάζει: Τρεις – τέσσερις – πέντε – έξι – εφτά. Άγιε μου Παντελεήμονα… με σταυρώνει.
Να σφαλίξουμε καλά το παραθύρι, μου λέει. Στρωμένος ο οντάς, το μαξιλάρι από άχερα αλλά άλλο ένα από βαμβάκι. Σεντούι και μαύρο χιράμι. Το χιράμι τσιμπάει. Θα σκεπαστεί η γιαγιά.
Ξημερώνει το πρώτο πρωινό. Μυρίζει φαγητό. Μπάμιες με μπόλικη αγουρίδα. Μου ετοιμάζει το ζαχαρούχο ΝΟΥΝΟΥ γάλα.
Το πρόγραμμα σήμερα λέει να πάμε να θυμιάσουμε στην Παναγία την Κερά. Έτοιμο το λάδι στο μπουκάλι, καρβουνάκια, λιβάνι, σπίρτα. Θένε προσοχή τα σπίρτα, αν γραθούνε δε 'νάφτουνε.
Αυγό – τυρί κι ένα ποτήρι τζίγκινο για το νερό. Δένει σφιχτά – σφιχτά το τσεμπέρι, παίρνει το βεργαλάκι, το μεγάλο κλειδί στο κόκκαλο και φεύγουμε.

«Στάσου αδερφή» φωνάζει ο Μιχαλάκης, ο αδερφός της και της πετάει ένα δεμάτι ξύλα. Για πότε η γιαγιά του δίνει ένα ποτήρι κρασί δεν κατάλαβα.
Δεν περνάμε από την πλατεία. Είναι χήρα, ντροπή! Πάμε από τα στενά. Με το βεργαλάκι χτυπάει τις πόρτες και φωνάζει: «Μαρίκα, ίντα κάνεις; Ο Ηράκλης καλά; Τα κοπέλια; Ε, πάντα καλά. Στελιανή καλά 'σαι; Βασιλική ίντα κάνεις; Ο Αντώνης; Πάντα καλά και να 'στε χαρούμενες. Γιάε στο γιαγερμό θέλω τη μόστρα τση δαντέλας να τη στείλω τα' Ειρήνης μου».
Βγαίνουμε από το χωριό. Πέτρες, άσπρο χώμα.
«Προπάτηξε γερά – γερά», μου λέει, «Να θυμιάσομε, να κολατσίσεις, να γιαγύρομε, μην πιάσει η ζέστη».
Έχει βλέπεις τη ζάλη. Πρέπει να ξαπλώσει το μεσημέρι.

Φτάνουμε στην Κερά. Να σκουπίσουμε την αυλή, ν' ανάψουμε τα καντήλια, να θυμιάσουμε. Το τζίγκινο τενεκάκι που το 'χει τρίψει με το τελάκι λάμπει. Μου το δίνει από τη μαύρη βούργια και με σπρώχνει να μπω στο ιερό να πάρω αγίασμα.
Φοβάμαι να μπω αλλά πως ν' αντισταθώ; Προχωρώ πίσω από την Αγία Τράπεζα, βρίσκω το άνοιγμα και παίρνω το αγίασμα για να πιούμε. Στον περίβολο, ξεσφίγγει το τσεμπέρι στη δροσιά, τρώει μια μπουκιά. Νιώθω όμορφα. Είμαι ασφαλής. Δε φοβάμαι κοντά της. Πανηγυρίζω. Είμαι ευτυχισμένη κοντά της, ζώντας τις καθημερινές συνήθειές της.
Τον ίδιο δρόμο επιστροφής. Δεν πέρασε όμως από την Κατίνα της Ζουρίδαινας. Να περάσουμε να τη χαιρετήσει. «Κατίνα, ίντα κάνει η Κρουστάλη και ο Στέλιος; Ο Νικολής καλά είναι;».
Επιστροφή στο σπίτι. Η μπάμια μυρίζει αλλά χωρία πατάτα. Το βράδυ η τηγανιτή πάλι στην παρασιά. Ώρα ύπνου στον οντά. Δε θέλω να κοιμηθώ. Θέλω να παίξω. Να κάνω κι εγώ τη δική μου παρασιά να μαγειρεύω, να ταΐζω την κούκλα μου. Απαγορεύεται.
Ο ήλιος έφτασε κάτω από το κατώφλι. Είναι Μισή. Τι σημαίνει Μισή; Δώδεκα και μισή. Πράγματι η γιαγιά δεν κάνει λάθος. Πέρασε το λεωφορείο που έρχεται από το Ηράκλειο. Κάνει στάση σπίτι μας και μετά ξανά στης Ξανθουδίδαινας.
Πήγε τρεις και μισή. Προχώρησε ο ήλιος, έφτασε στα πρώτα σκαλοπάτια. Κατεβαίνουμε από τον οντά. Ο Τζισβές έτοιμος να κάνει η γιαγιά το καφέ με το κριθάρι.

Εγώ περιμένω τους επισκέπτες. Θυμάμαι και πέρυσι τέτοια ώρα ξεκινούσε να γεμίζει η αυλή μας.
Ποια θα 'ρθει πρώτη η Αθηναία ή Μοίραινα ή η Θοδωρίναινα;
Καμιά απ' αυτές. Ξεγελαστήκαμε. Η Γιάννενα είναι η πρώτη. Με το μαύρο μαντήλι ν' ανεμίζει έρχεται από την πλατεία. Ήπιε τη γκαζόζα της να χωνέψει. Στην ανασηκωμένη ποδιά της φυλάσσει τα ψώνια από τον μπακάλη.
«Έλα ξαδέρφη», φωνάζει η γιαγιά. Έρχεται η Αθηνιά. Ήταν δίπλα στις κότες. «Να κοκοκό, να κοκοκό, κοίτα, κοίτα», τους λέει καθημερινά.

Έρχεται η άλλη κουνιάδα της γιαγιάς, η Μύραινα.
«Πότε θα με πάρει ο Θιός. Δε με παίρνει όμως: Παίρνει παλικάρια. Επήρε τον ανιψιό μου, το Μανώλα. Εμένα δε με παίρνει».
Τρέχουν τα μάτια της. Ξεχνιέται. Γελάει μετά καμώματα μας. Μας κανακεύει. Θα γυρίσει σπίτι της και θα περιμένει το Νυφάκι της και την Παυλίνα της. Θα της φέρουν πράγματα. Εγώ περιμένω τα φρέσκα τραγανά γαριδάκια.
Σουρουπώνει, περνά η Παγώνα να σέρνει τις κατσίκες κι ένα δεμάτι ξύλα στη μασχάλη. Είναι πάντα γελαστή. Πνίγει τον καημό της. Έχασε τον Κωστή της. Έχει το Βαγγελιώ, το Φίλιππα, τη Χριστίνα και τα δίδυμα (το Γιώργο και τον Αντώνη). Αγωνίζεται ολημερίς. Η Φιλίππαινα ερχόταν στη γιαγιά και μας έλεγε να μη μασάμε τσίχλα γιατί δεν είναι καλή.

Περνάει η σκαφτική μηχανή. Είναι ο Στεφανής και η Μαρία (η κόκκινη). Επιστρέφουν κι αυτοί.
Χλιμιντρίζουν τα μεγαλοπρεπή άλογα του Λευτερομανώλη. Καμαρωτός τα οδηγεί. Κάτι του λείπει. Α, ναι το υφασμάτινο μαύρο σαρίκι του. Το 'χει βάλει στο λαιμό του. Τρίζει το στιβάνι του. Τον περιμένει η γυναίκα του η Στυλιανή στου γιού της του Βαγγέλη και της Φωφώς τη βεράντα. Λάμπει η βεράντα, μοσχομυρίζουν τα λουλούδια στις γλάστρες. Τι ομορφιά αυτή η γλάστρα με το σκουλαρικάκι. Είναι ακόμα ζωντανό στη μνήμη μου.

Νυχτώνει. Η γιαγιά ποτίζει τη δεσπολιά, τη μπουρνελιά, τη βερικοκιά και τη ροδιά. Τέλειωσαν τ' αστεία. Γρήγορα μέσα. Σβέλτα στον οντά. Η πέτρα στο παραθύρι περιμένει να κάτσει η γιαγιά. Κάθομαι δίπλα της. Κρατώ το χέρι της. Θέλει να της κόβω τα νύχια χεριών και ποδιών και μου δίνει την ευκή τσ' ευκής της. Γκαρίζει ο γάιδαρος της Αθηνιάς. «Είναι εννιά η ώρα», λέει η γιαγιά. Το Λενιώ ρίχνει το σανό στο κτήμα και πάει να κοιμηθεί. Μόλις χαράξει, σαν άντρας θα πάει στις αγροτικές δουλειές που είναι η αποκλειστικότητά της.

Η Αθηνιά έχει εφτά θυγατέρες. Τις αγαπώ όλες. Ο παππούς μου ο Γιωργάκης ορμήνευε στη γιαγιά μου και στα παιδιά της:
«Είναι ορφανές, να τσ' αγαπάτε. Αν δεν μπορείτε να τους κάμετε καλό, μην τους κάνετε και κακό». Η μαμά μου θυμάται τα λόγια του και μας εξιστορεί για την καλοσύνη του παππού αλλά και πόσο υπέφερε από πόνους στα πόδια του και πόσο καιρό περνούσε στο Ηράκλειο στην κλινική του Κουβίδη στο Καμαράκι απέναντι από την Αγία Παρασκευή. Η διάγνωση του Κωστή του Κουβίδη γινόταν από μακριά. Δεν προλάβαινες να τον πλησιάσεις κι έλεγε: «Ίκτερο έχει το κοπέλι σου», «Ιλαρά έχει το κοπέλι σου». Ήταν πολύ παχύς αλλά όλους μας αγκάλιαζε και μας αγαπούσε.

Η σχέση με τη μαμά μου και τ' αδέρφια της ήταν ξεχωριστή.
Είχαμε μείνει εκείνο το βράδυ στις εννιά η ώρα. Ακούω βήματα στον αμαξωτό. Βλέπω το Νίκο της Θοδωρίνας να επιστρέφει από το καφενείο. Με δυο πηδαράκια ανεβαίνει την ανηφόρα για το σπίτι του. Θα βρει τη Βαγγελιώ και τα παιδιά του, το Θοδωρή και τη Ρένα στο κρεβατάκι τους.

Νωρίς το απόγευμα πήγα στο σπίτι τους. Στη βεράντα που έχει μπαλκόνι παίζουν με τα ποδηλατάκια τους. Η Βαγγελιώ τα ταΐζει. Μας αγαπάει, μας καλοδέχεται και θέλει να κάνουμε παρέα.
Κι άλλος χωριανός.

Ο Αντώνης ο ταχυδρόμος επιστρέφει από την πλατεία στο σπίτι του. Αργό, αργό το βήμα του. Επιβλητική η παρουσία του.
Περνάει από το σπίτι μας η μητέρα του η Κατερίνα κι ο Γιαννάκος. «Ευγενίνα η Κατερίνη», μου λέει η γιαγιά.
Περνάει κι ο Φλουρής με την Ειρήνη, τη Φλουρίνα. Αστειεύονται με τη γιαγιά. Ένας γλυκός λόγος, η κουβέντα τους. Το Φλουρή τον θυμάμαι να 'ναι και επίτροπος στον Άγιο Νικόλαο.
Πάμε για ύπνο. Στις έντεκα θα λαλήσει ο πετεινός της Αθηνιάς. Θα τον ακούσω. Δεν ξέρω αν τον ακούσω πάλι στις 4 τα ξημερώματα. Ρολόγια που πάντα δείχνουν τη σωστή ώρα.
Ξημέρωσε! Το πρόγραμμα το 'χει βγάλει η γιαγιά. Κάτι ξέρει, κάτι προαισθάνεται…
Το μουτουπάκι λάμπει. Με τη σκληρή παρασίρα σκούπισε και λαντούρισε με νερό το χώμα. Το απίρι σκεπασμένο να μην παρασυρθούμε και το αγγίξουμε.

Φέρνει λάδι από το πιθάρι που είναι στο πόρτεγο μαζί με το κρασί.
Έτοιμο το τσικάλι. Κάτι μου μυρίζει. Μήπως έφτιαξε λαπά; Μήπως λαντουρίδι; Μήπως πατάτα, κρεμμύδι, τομάτα, χοχλιό; Θα το μάθω το μεσημέρι.
Ανασηκωμένα τα μανίκια της, έτοιμο το κάρτο μαζί με το ΟΜΟ. Να και τα καναβάτσα. Ανεβαίνουμε στον οντά. Σφουγγαρίζομε. Ένα χέρι σαπουνάδα, ένα χέρι ξέβγαλμα: Οι σανίδες αστράφτουν.
Ωχ είναι και τα σκαλοπάτια. «Δεκατέσσερα σκαλούνια», έλεγε η μαμά μου η Ειρήνη. Τα καθαρίζουμε κι αυτά. Σειρά τώρα έχει το πόρτεγο.

Πολύ νερό, μπόλικο ΟΜΟ και να η σαπουνάδα. Τα παραθύρια ανοιχτά. Κάνει πέρα τις κουρτίνες που κρέμονται στο καλάμι. «Θα στεγνώξει ογρήγρα», λέει. Στο πατητήρι πάνω βάζει τη σουγιού, καλά τριμμένη με το τελάκι. Μέσα έχει βάλει τα κουτάλια, τα πιρούνια, το τραπεζομάχαιρο. Αστράφτουν στον ήλιο μαζί με το τσικάλι.
Ακούμε κόρνα. Προβάλει η γιαγιά να δει. Εκεί να δεις χαρά. Ήρθε ο θείος ο Βαγγέλης. Έφερε τη θεία Έλλη με τα ξαδέρφια μου: Μαρία, Ρένα, Δέσποινα. Αργότερα θ' αποκτήσουν και το Γιώργο, τότε που εγώ πια θα έχω τελειώσει και το Γυμνάσιο.
Τώρα είμαι πιο πολύ χαρούμενη.
Θα παίζουμε, θα έχω παρέα στον οντά, στην αυλή, στον αμαξωτό. Έχουν φέρει όλα τα καλούδια. Ξέρει η γιαγιά με τη θεία πως θα τα καλομαγειρέψουν και πως θ' αποχαιρίσουν τους επισκέπτες.
Τ' απόγευμα κόσμος πολύς. Καλωσορίζουν τη θεία από τη χώρα.
Το βράδυ όλοι μαζί στον οντά. Μένει κι ο θείος. Το πρωί έχει παζάρι. Θα πάει λέει στον Μυλοπόταμο. Κι όταν γυρίσει τ' απόγευμα θα είναι γεμάτα τα χέρια του.

Ξημερώνει. Η γιαγιά βγαλμένο το πρόγραμμα. Να διαβάσουμε δυο αράδες, να γράψουμε άλλες δυο αράδες και να μας πάει στου Κουβιδάκη (στον κύριο Μανώλη και στην κυρία Δήμητρα). Θα μας πάρει "ιτάμιν" και μουλινέδες ν' αρχίζουμε να κεντάμε. Δε θα 'ναι όμως το μοναδικό κεντίδι. Έχει φέρει η θεία τραπεζομάντηλα από την Καστρινογιάννη. «Χαρώ το πράμα», λέει η γιαγιά.
Η θεία θα μας φτιάχνει πλεξίδα τις κλωστές και θα κεντάμε τ' απογεύματα.
Ευχαριστώ γιαγιά Μαματζοελένη, για τη συνήθεια που απέκτησα από 'σένα με το θυμιατήρι, για το σταυρό που μ' έμαθες να κάνω, για το σφουγγάρισμα, για τη σταυροβελονιά που κατέχω μέχρι σήμερα.
Είναι πολύτιμα κειμήλια αυτά που κεντήσαμε με την επιμονή σου, με το ισχυρό σου θέλω και με την ανεξάντλητη διάθεση και τις αμέτρητες γνώσεις της θείας.
Να 'στε αναπαμένες.

Ροή ειδήσεων - ΡΟΗ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ